ελπιδοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελπιδοφόρος | η | ελπιδοφόρα | το | ελπιδοφόρο |
| γενική | του | ελπιδοφόρου | της | ελπιδοφόρας | του | ελπιδοφόρου |
| αιτιατική | τον | ελπιδοφόρο | την | ελπιδοφόρα | το | ελπιδοφόρο |
| κλητική | ελπιδοφόρε | ελπιδοφόρα | ελπιδοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελπιδοφόροι | οι | ελπιδοφόρες | τα | ελπιδοφόρα |
| γενική | των | ελπιδοφόρων | των | ελπιδοφόρων | των | ελπιδοφόρων |
| αιτιατική | τους | ελπιδοφόρους | τις | ελπιδοφόρες | τα | ελπιδοφόρα |
| κλητική | ελπιδοφόροι | ελπιδοφόρες | ελπιδοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελπιδοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλπιδοφόρος < αρχαία ελληνική ἐλπίς, ἐλπιδ- (ελπίδα) + -ο- + -φόρος (αρχαία ελληνική φέρω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /el.pi.ðoˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ελ‐πι‐δο‐φό‐ρος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Ελπιδοφόρος (ως όνομα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.