ζοφώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζοφώδης | η | ζοφώδης | το | ζοφώδες |
| γενική | του | ζοφώδους | της | ζοφώδους | του | ζοφώδους |
| αιτιατική | τον | ζοφώδη | τη | ζοφώδη | το | ζοφώδες |
| κλητική | ζοφώδη(ς) | ζοφώδης | ζοφώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζοφώδεις | οι | ζοφώδεις | τα | ζοφώδη |
| γενική | των | ζοφωδών | των | ζοφωδών | των | ζοφωδών |
| αιτιατική | τους | ζοφώδεις | τις | ζοφώδεις | τα | ζοφώδη |
| κλητική | ζοφώδεις | ζοφώδεις | ζοφώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ζοφώδης, -ης, -ες
- που έχει τα χαρακτηριστικά του ζόφου, σκοτεινός και απαισιόδοξος, ζοφερός
- Η ζοφώδης ατμόσφαιρα της Φλιν ολοζώντανη και πειστική, κινείται πολυεπίπεδα οδηγώντας σε απύθμενα υποσυνείδητα βάθη (από βιβλιοκριτική της Ελένης Γκίκα στην εφημερίδα "Το Έθνος", 13/9/2009)
Μεταφράσεις
ζοφώδης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.