ζοφερότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζοφερότητα οι ζοφερότητες
      γενική της ζοφερότητας των ζοφεροτήτων
    αιτιατική τη ζοφερότητα τις ζοφερότητες
     κλητική ζοφερότητα ζοφερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζοφερότητα < ζοφερός + -ότητα

Ουσιαστικό

ζοφερότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.