ζοφερότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζοφερότητα | οι | ζοφερότητες |
| γενική | της | ζοφερότητας | των | ζοφεροτήτων |
| αιτιατική | τη | ζοφερότητα | τις | ζοφερότητες |
| κλητική | ζοφερότητα | ζοφερότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.