ζημιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζημιά | οι | ζημιές |
| γενική | της | ζημιάς | των | ζημιών |
| αιτιατική | τη | ζημιά | τις | ζημιές |
| κλητική | ζημιά | ζημιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζημιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζημιά με συνίζηση < αρχαία ελληνική ζημία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ziˈmɲa/
Ουσιαστικό
ζημιά θηλυκό
- καταστροφή ενός αντικειμένου, απώλεια από φθορά, βλάβη
- (συνεκδοχικά) το κόστος από την παραπάνω καταστροφή, φθορά ή βλάβη
- (ειδικότερα) το έλλειμμα που παρουσιάζεται σε μία οικονομική οντότητα όταν τα έξοδα είναι περισσότερα από τα έσοδα
- χάσιμο αξίας χωρίς αντιστάθμισμα
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αγροζημία
- αζημίωτο
- αζημίωτο
- αναποζημίωτος
- αποζημιώνω
- αποζημίωση
- επιζήμιος
- ζημία
- ζημιάρης, ζημιάρα, ζημιάρικο
- ζημιάρικος, ζημιάρικη, ζημιάρικο
- ζημιαρόγατος, ζημιαρόγατα, ζημιαρόγατο
- ζημιογόνος
- ζημίωμα
- ζημιώνω
- μικροζημιά
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
ζημιά
Αναφορές
- ζημιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ζημιά < αρχαία ελληνική ζημία με συνίζηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.