απώλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απώλεια | οι | απώλειες |
| γενική | της | απώλειας | των | απωλειών |
| αιτιατική | την | απώλεια | τις | απώλειες |
| κλητική | απώλεια | απώλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απώλεια < αρχαία ελληνική ἀπόλλυμι
Ουσιαστικό
απώλεια θηλυκό
- το να χάσει κάποιος κάτι, το χάσιμο
- η απώλεια ενός αντικειμένου, η απώλεια της ισορροπίας
- ο θάνατος ενός συγγενούς ή γενικότερα ενός σημαντικού ανθρώπου, ο χαμός
- η απώλεια του αγαπητού μας φίλου μάς έχει γεμίσει θλίψη
- το αποτέλεσμα του θανάτου ενός σημαντικού προσώπου
- Ο θάνατος του Χ υπήρξε μεγάλη απώλεια για τα ελληνικά γράμματα
- (στον πληθυντικό) οι νεκροί σε μία πολεμική σύγκρουση
- η μάχη έληξε με μεγάλες απώλειες και για τις δύο πλευρές
- (χρηματιστήριο - στον πληθυντικό) η πτώση της τιμής μιας μετοχής
- η σημερινή συνεδρίαση έκλεισε με μεγάλες απώλειες για τον κλάδο των κατασκευών
Εκφράσεις
- παράπλευρες απώλειες: στη γλώσσα της "διπλωματίας" οι απώλειες σε άμαχο πληθυσμό μετά από βομβαρδισμό κατοικημένων περιοχών
Συγγενικά
- απολεσθείς, τα απολεσθέντα, απόλεσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.