χασούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χασούρα οι χασούρες
      γενική της χασούρας
    αιτιατική τη χασούρα τις χασούρες
     κλητική χασούρα χασούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χασούρα < χάνω (συνοπτικό θέμα χασ-) + -ούρα

Ουσιαστικό

χασούρα θηλυκό

  1. το να χάνει κάποιος χρήματα, να έχει ζημία σε οικονομικές συναλλαγές ή τυχερό παιχνίδι
    Ρίσκο για μεγάλη χασούρα αλλά και πιθανότητα μεγάλου κέρδους (Δημήτρης Νόλλας, «Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες»)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.