καλό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλό τα καλά
      γενική του καλού των καλών
    αιτιατική το καλό τα καλά
     κλητική καλό καλά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καλός

Ουσιαστικό

καλό ουδέτερο

  1. το σύνολο των δυνάμεων που δρουν με καλοσύνη προς όφελος της ανθρώπινης ζωής
    οι δυνάμεις του καλού
  2. η καλή πράξη

Αντώνυμα

Εκφράσεις

  • κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό: κάνε την καλή πράξη και μη ζητάς ανταμοιβή
  • το καλό που σου θέλω: προειδοποιητικά, σαν ήπιας μορφής απειλή

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καλό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.