έσοδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έσοδο | τα | έσοδα |
| γενική | του | εσόδου & έσοδου |
των | εσόδων |
| αιτιατική | το | έσοδο | τα | έσοδα |
| κλητική | έσοδο | έσοδα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έσοδο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἴσοδος / ἔσοδος (θηλυκό)[1] < αρχαία ελληνική εἴσοδος / ἔσοδος < εἰς + ὁδός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.so.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐σο‐δο
Ουσιαστικό
έσοδο ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: έσοδα) τα χρήματα (ή άλλες πρόσοδοι) που λαμβάνει κάποιος
Αντώνυμα
-
έσοδο στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- έσοδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.