έσοδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έσοδο τα έσοδα
      γενική του εσόδου
& έσοδου
των εσόδων
    αιτιατική το έσοδο τα έσοδα
     κλητική έσοδο έσοδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έσοδο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἴσοδος / ἔσοδος (θηλυκό)[1] < αρχαία ελληνική εἴσοδος / ἔσοδος < εἰς + ὁδός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.so.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έσοδο

Ουσιαστικό

έσοδο ουδέτερο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.