ωφέλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωφέλεια οι ωφέλειες
      γενική της ωφέλειας των ωφελειών
    αιτιατική την ωφέλεια τις ωφέλειες
     κλητική ωφέλεια ωφέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωφέλεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠφέλεια < ὠφελέω

Ουσιαστικό

ωφέλεια θηλυκό

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈfe.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωφέλεια

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

  • κοινή ωφέλεια (όπως: επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.