επιζήμιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιζήμιος | η | επιζήμια | το | επιζήμιο |
| γενική | του | επιζήμιου | της | επιζήμιας | του | επιζήμιου |
| αιτιατική | τον | επιζήμιο | την | επιζήμια | το | επιζήμιο |
| κλητική | επιζήμιε | επιζήμια | επιζήμιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιζήμιοι | οι | επιζήμιες | τα | επιζήμια |
| γενική | των | επιζήμιων | των | επιζήμιων | των | επιζήμιων |
| αιτιατική | τους | επιζήμιους | τις | επιζήμιες | τα | επιζήμια |
| κλητική | επιζήμιοι | επιζήμιες | επιζήμια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιζήμιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιζήμιος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + ζημί(α) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈzi.mi.os/
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αζημίωτος
- αναποζημίωτος
- ζημιάρης
- και → δείτε τη λέξη ζημιά
Μεταφράσεις
επιζήμιος
Αναφορές
- επιζήμιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.