κέρδος
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κέρδος | τα | κέρδη |
| γενική | του | κέρδους | των | κερδών |
| αιτιατική | το | κέρδος | τα | κέρδη |
| κλητική | κέρδος | κέρδη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κέρδος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κέρδος[1] < (κατά Robert S. P. Beekes) πρωτοϊνδοευρωπαϊκά: *kerd- («τέχνη, χειροτεχνία») και συγγενές του παλαιοϊρλανδικού cerd («τέχνη, χειροτεχνία· δεξιότητα»)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈceɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κέρ‐δος
Ουσιαστικό
κέρδος ουδέτερο
Συγγενικά
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
- μικτό κέρδος
- καθαρό κέρδος
Μεταφράσεις
κέρδος
|
Αναφορές
- κέρδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- κέρδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέρδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.