ζημιάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζημιάρικος η ζημιάρικη το ζημιάρικο
      γενική του ζημιάρικου της ζημιάρικης του ζημιάρικου
    αιτιατική τον ζημιάρικο τη ζημιάρικη το ζημιάρικο
     κλητική ζημιάρικε ζημιάρικη ζημιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζημιάρικοι οι ζημιάρικες τα ζημιάρικα
      γενική των ζημιάρικων των ζημιάρικων των ζημιάρικων
    αιτιατική τους ζημιάρικους τις ζημιάρικες τα ζημιάρικα
     κλητική ζημιάρικοι ζημιάρικες ζημιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζημιάρικος < ζημιάρης + -ικος

Επίθετο

ζημιάρικος

Πηγές

  • ζημιάρικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ζημιάρικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.