ζημίωμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ζημίωμᾰ | τὰ | ζημιώμᾰτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | ζημιώμᾰτος | τῶν | ζημιωμᾰ́των | ||||
| δοτική | τῷ | ζημιώμᾰτῐ | τοῖς | ζημιώμᾰσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | ζημίωμᾰ | τὰ | ζημιώμᾰτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | ζημίωμᾰ | ζημιώμᾰτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζημιώμᾰτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζημιωμᾰ́τοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ζημίωμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζημιόω / ζημιῶ + -μα [1]
Αναφορές
- «ζημία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ζημίωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζημίωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.