damage

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
damage damages

damage (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ζημιά, η βλάβη
    The storm did great damage to the crops.
    Η θύελλα έκανε μεγάλη ζημιά στις καλλιέργειες.
  2. (μόνο πληθυντικός) η αποζημίωση
    He filed a claim for damages.
    Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.

Ρήμα

ενεστώτας damage
γ΄ ενικό ενεστώτα damages
αόριστος damaged
παθητική μετοχή damaged
ενεργητική μετοχή damaging

damage (en)

  • χαλάω, καταστρέφω, ζημιώνω, προκαλώ ζημιά ή βλάβη
    damaged goods - χαλασμένα εμπορεύματα
    Don’t pound the door, because you will damage it.
    Μην τη χτυπάς την πόρτα, γιατί θα τη χαλάσεις.
    That will damage the crops.
    fruit damaged by insects - φρούτα καταστραμμένα από έντομα
    Αυτό θα καταστρέψει/ζημιώσει τα σπαρτά.
    The hail damaged the crops.
    Το χαλάζι έκανε ζημία στα σπαρτά.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

damage (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.