ζημιογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζημιογόνος | η | ζημιογόνος & ζημιογόνα |
το | ζημιογόνο |
| γενική | του | ζημιογόνου | της | ζημιογόνου & ζημιογόνας |
του | ζημιογόνου |
| αιτιατική | τον | ζημιογόνο | τη | ζημιογόνο & ζημιογόνα |
το | ζημιογόνο |
| κλητική | ζημιογόνε | ζημιογόνε & ζημιογόνα |
ζημιογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζημιογόνοι | οι | ζημιογόνοι & ζημιογόνες |
τα | ζημιογόνα |
| γενική | των | ζημιογόνων | των | ζημιογόνων | των | ζημιογόνων |
| αιτιατική | τους | ζημιογόνους | τις | ζημιογόνους & ζημιογόνες |
τα | ζημιογόνα |
| κλητική | ζημιογόνοι | ζημιογόνοι & ζημιογόνες |
ζημιογόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /zi.mi.oˈɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐μι‐ο‐γό‐νος
Επίθετο
ζημιογόνος, -ος / -α, -ο
- που ζημιώνει, προκαλεί ζημία
- ↪το κάπνισμα είναι ζημιογόνο για την υγεία
- (ειδικότερα) που αφορά αρνητικό ισοζύγιο εσόδων
- ↪ το σφάλμα της διοίκησης απέβη ζημιογόνο για την εταιρεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.