εραστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εραστής | οι | εραστές |
| γενική | του | εραστή | των | εραστών |
| αιτιατική | τον | εραστή | τους | εραστές |
| κλητική | εραστή | εραστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εραστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐραστής (που αγαπάει με πάθος) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική amant [1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ɾaˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρα‐στής
Ουσιαστικό
εραστής αρσενικό (θηλυκό εράστρια)
- που διατηρεί παράνομες ή ανεπίσημες σχέσεις με κάποιο άτομο
- → δείτε και τη λέξη αγαπητικός / αγαπητικιά, γκόμενος / γκόμενα, ερωμένος / ερωμένη
- που αγαπάει κάποιο άτομο
- (κατ’ επέκταση) που αγαπάει πολύ κάτι
- που δραστηριοποιείται έντονα στον σεξουαλικό τομέα
- ※ Σαν γνήσιος λατίνος εραστής, την αδυναμία του για το ωραίο φύλο ουδέποτε την έκρυψε. Θαυμάζει την ομορφιά και το φωνάζει, αρνείται όμως κατηγορηματικά την οποιαδήποτε παρεκτροπή. (@tovima.gr)
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ερασ-
ερασ-
με ερασ-
- ανέραστα (επίρρημα)
- ανεραστία
- ανέραστος
- αντεραστής
- αντεράστρια
- αξιέραστα (επίρρημα)
- αξιέραστος
- επέραστος
- ερασιτέχνης & συγγενικά
- εράσμιος
- ερασμιότητα
- Έρασμος & συγγενικά
- εραστός
- εράστρια
- παιδεραστής
- παιδεραστία
- παιδεραστικός
- παιδεράστρια
- φιλεραστία
με ερωτ- → δείτε τη λέξη έρωτας
Μεταφράσεις
Αναφορές
- εραστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.