εράστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εράστρια οι εράστριες
      γενική της εράστριας των εραστριών
    αιτιατική την εράστρια τις εράστριες
     κλητική εράστρια εράστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εράστρια < εραστής + -τρια

Ουσιαστικό

εράστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.