εράστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εράστρια | οι | εράστριες |
| γενική | της | εράστριας | των | εραστριών |
| αιτιατική | την | εράστρια | τις | εράστριες |
| κλητική | εράστρια | εράστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εράστρια θηλυκό
- θηλυκό του εραστής
- ※ Βολεμένος ο πρώτος, ανάμεσα στην οικογενειακή εστία και στο Hotel Marie, με τον ρομαντισμό του να εξαντλείται σε λόγια και χειρονομίες εντυπωσιασμού, βρίσκεται σε δεινή θέση, όταν η εράστρια απαιτεί τη λήψη αποφάσεως. (εφ. Το Βήμα, 25.11.2008)
- ※ Θέλει ἆρά γε ἡ ψυχή σου, Ἀσπασία μου, μὲ καταδικάσει διὰ τοῦτο, ἡ ψυχή σου ἡ τόσον ἐράστρια ὡραίων πράξεων; Ἀλλὰ τί λέγω; Ἑλληνὶς γνησία, τρέφεις καρδίαν ἑλληνικήν, τὴν ὁποίαν ἡ ἐλευθέριος ἀνατροφὴ κατέστησεν ἔτι εὐγενεστέραν. (Αλέξανδρος Σούτσος , Ὁ ἀπόμαχος Ρουμελιώτης (τὸν Μάιον τοῦ 1831))
Μεταφράσεις
εράστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.