γκόμενα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκόμενα οι γκόμενες
      γενική της γκόμενας
    αιτιατική την γκόμενα τις γκόμενες
     κλητική γκόμενα γκόμενες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκόμενα < (άμεσο δάνειο) βενετική gomena (παλαμάρι) [1] Δεν φαίνεται πιθανή ετυμολογία κατά το Λεξικό Μπαμπινώτη[2]
Ή < πιθανόν (άμεσο δάνειο) ιταλική gommina, θηλυκό του gommeno < γαλλική gommeux (όμορφος νεαρός[2]
Κατ' άλλη άποψη, < επωνυμία μάρκας λακ για μαλλιά[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɡo.me.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκόμενα

Ουσιαστικό

γκόμενα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, οικείο)[3] η κοπέλα ή γυναίκα με την οποία κάποιος/α έχει ερωτικές σχέσεις
  2. (λαϊκότροπο, οικείο) ωραία ή νεαρή γυναίκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. γκόμενα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.