γκόμενα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γκόμενα | οι | γκόμενες |
| γενική | της | γκόμενας | — | |
| αιτιατική | την | γκόμενα | τις | γκόμενες |
| κλητική | γκόμενα | γκόμενες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɡo.me.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκό‐με‐να
Ουσιαστικό
γκόμενα θηλυκό
Συγγενικά
- γκόμενος
- γκομενάκι
- γκομενάρα
- γκομενίζω
- γκομενιλίκι
- χαζογκόμενα
Αναφορές
- γκόμενα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.