ερωμένη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερωμένη οι ερωμένες
      γενική της ερωμένης των ερωμένων
    αιτιατική την ερωμένη τις ερωμένες
     κλητική ερωμένη ερωμένες
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερωμένη < αρχαία ελληνική ἐρωμένη, μετοχή ενεστώτα θηλυκού γένους του ρήματος ἐράομαι, -ῶμαι: αυτή που την αγαπούν

Ουσιαστικό

ερωμένη θηλυκό

  1. η γυναίκα με την οποία κάποιος διατηρεί μόνιμη ερωτική σχέση εκτός γάμου (και ενώ, ίσως, ο ένας τουλάχιστον από τους δύο είναι έγγαμος)
  2. (μεταφορικά) η αγαπημένη ενασχόληση κάποιου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.