παιδεραστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιδεραστικός η παιδεραστική το παιδεραστικό
      γενική του παιδεραστικού της παιδεραστικής του παιδεραστικού
    αιτιατική τον παιδεραστικό την παιδεραστική το παιδεραστικό
     κλητική παιδεραστικέ παιδεραστική παιδεραστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιδεραστικοί οι παιδεραστικές τα παιδεραστικά
      γενική των παιδεραστικών των παιδεραστικών των παιδεραστικών
    αιτιατική τους παιδεραστικούς τις παιδεραστικές τα παιδεραστικά
     κλητική παιδεραστικοί παιδεραστικές παιδεραστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παιδεραστικός < παιδεραστής + -ικός

Επίθετο

παιδεραστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.