αγαπητικιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαπητικιά οι αγαπητικιές
      γενική της αγαπητικιάς των αγαπητικιών
    αιτιατική την αγαπητικιά τις αγαπητικιές
     κλητική αγαπητικιά αγαπητικιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγαπητικιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαπητικ(ή) + -ιά[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣa.pi.tiˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγαπητικιά

Ουσιαστικό

αγαπητικιά θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.