αντεράστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντεράστρια | οι | αντεράστριες |
| γενική | της | αντεράστριας | των | αντεραστριών |
| αιτιατική | την | αντεράστρια | τις | αντεράστριες |
| κλητική | αντεράστρια | αντεράστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντεράστρια < μεσαιωνική ελληνική αντεράστρια < αρχαία ελληνική ἀντεραστής < ἐραστής < ἐράω / ἐρῶ
Μεταφράσεις
αντεράστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.