Έρασμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Έρασμος | οι | Έρασμοι |
| γενική | του | Έρασμου & Εράσμου |
των | Έρασμων & Εράσμων |
| αιτιατική | τον | Έρασμο | τους | Έρασμους & Εράσμους |
| κλητική | Έρασμε | Έρασμοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- ερασμιακά
- ερασμιακός
- ερασμιακώς
- → δείτε τις λέξεις εράσμιος και ερώμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.