αγαπάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγαπάω < αγαπ(ώ) + νεότερη κατάληξη -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγαπῶ συνηρημένος τύπος του ἀγαπάω, άγνωστης ετυμολογίας)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣaˈpa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγαπάω

Ρήμα

αγαπάω/αγαπώ, πρτ.: αγαπούσα/αγάπαγα, αόρ.: αγάπησα, παθ.φωνή: αγαπιέμαι, π.αόρ.: αγαπήθηκα, μτχ.π.π.: αγαπημένος

  1. έχω αισθήματα συμπάθειας ή φιλίας ή έρωτα
    την αγαπάει τρελά
      Την έφεραν μπροστά στον πατέρα μου και, σαν την είδε, την αγάπησε ευθύς τόσο, που την παντρεύτηκε αμέσως, και σα βασίλισσα του την έφερε στον τόπο του. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
     συνώνυμα: ερωτεύομαι, συμπαθώ
  2. μου αρέσει, αισθάνομαι κάποια έλξη προς
    αγαπάει το καλό κρασί
    αγαπώ να κάνω περιπάτους στην ακροθαλασσιά
     συνώνυμα: ακριβαγαπώ, μου αρέσει, γουστάρω, λατρεύω, νοστιμεύομαι, συμπαθώ, τρελαίνομαι για
  3. λέγεται επίσης για φυσικά αντικείμενα ή για ηθικές αξίες
    αγαπάει τη χώρα του
  4. συνηθίζω, προτιμώ
    ο Λορέντζος Μαβίλης αγαπά ιδιαίτερα το σονέτο
  5.  και δείτε την παθητική φωνή αγαπιέμαι

Συγγενικά

Εκφράσεις

Παροιμίες

  • αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.