επισημότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επισημότητα | οι | επισημότητες |
| γενική | της | επισημότητας | των | επισημοτήτων |
| αιτιατική | την | επισημότητα | τις | επισημότητες |
| κλητική | επισημότητα | επισημότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επισημότητα < ελληνιστική κοινή ἐπισημότης
Ουσιαστικό
επισημότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι επίσημο(ς), η ιδιότητα του επίσημου
- επίσημη συμπεριφορά ή ενέργεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.