επισημότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισημότητα οι επισημότητες
      γενική της επισημότητας των επισημοτήτων
    αιτιατική την επισημότητα τις επισημότητες
     κλητική επισημότητα επισημότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επισημότητα < ελληνιστική κοινή ἐπισημότης

Ουσιαστικό

επισημότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ή κάτι επίσημο(ς), η ιδιότητα του επίσημου
  2. επίσημη συμπεριφορά ή ενέργεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.