κατάλληλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάλληλος η κατάλληλη το κατάλληλο
      γενική του κατάλληλου της κατάλληλης του κατάλληλου
    αιτιατική τον κατάλληλο την κατάλληλη το κατάλληλο
     κλητική κατάλληλε κατάλληλη κατάλληλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάλληλοι οι κατάλληλες τα κατάλληλα
      γενική των κατάλληλων των κατάλληλων των κατάλληλων
    αιτιατική τους κατάλληλους τις κατάλληλες τα κατάλληλα
     κλητική κατάλληλοι κατάλληλες κατάλληλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατάλληλος < αρχαία ελληνική κατάλληλος < κατά + ἀλλήλων < ἄλλος

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈta.li.los/ αρσενικό
ΔΦΑ : /kaˈta.li.li/ θηλυκό
ΔΦΑ : /kaˈta.li.lo/ ουδέτερο

Επίθετο

κατάλληλος, -η, -ο

  1. που έχει τα απαραίτητα προσόντα, που πληροί τις προϋποθέσεις για να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες ανάγκες και να επιφέρει θετικό αποτέλεσμα
  2. που εξυπηρετεί ή αρμόζει

Εκφράσεις

  • ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση : ο άνθρωπος που έχει τις ικανότητες (επαγγεματικές, συνήθως) που χρειάζονται για κάποιο σκοπό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.