κατάλληλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάλληλος | η | κατάλληλη | το | κατάλληλο |
| γενική | του | κατάλληλου | της | κατάλληλης | του | κατάλληλου |
| αιτιατική | τον | κατάλληλο | την | κατάλληλη | το | κατάλληλο |
| κλητική | κατάλληλε | κατάλληλη | κατάλληλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάλληλοι | οι | κατάλληλες | τα | κατάλληλα |
| γενική | των | κατάλληλων | των | κατάλληλων | των | κατάλληλων |
| αιτιατική | τους | κατάλληλους | τις | κατάλληλες | τα | κατάλληλα |
| κλητική | κατάλληλοι | κατάλληλες | κατάλληλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάλληλος < αρχαία ελληνική κατάλληλος < κατά + ἀλλήλων < ἄλλος
Επίθετο
κατάλληλος, -η, -ο
- που έχει τα απαραίτητα προσόντα, που πληροί τις προϋποθέσεις για να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες ανάγκες και να επιφέρει θετικό αποτέλεσμα
- που εξυπηρετεί ή αρμόζει
Εκφράσεις
- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση : ο άνθρωπος που έχει τις ικανότητες (επαγγεματικές, συνήθως) που χρειάζονται για κάποιο σκοπό
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.