formal

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός formal
συγκριτικός more formal
υπερθετικός most formal

Ετυμολογία

formal < (κληρονομημένο) μέση αγγλική formel < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική formel < λατινική formalis < forma·  δείτε και τη λέξη form

Προφορά

ΔΦΑ : /fɔɹməl/
 

Επίθετο

formal (en)

  1. επίσημος, τυπικός, εθιμοτυπικός, για ένα στυλ ντυσίματος, ομιλίας, γραφής, συμπεριφοράς κ.λπ. που είναι πολύ σωστό και κατάλληλο για επίσημες ή σημαντικές περιστάσεις
    I don’t think that this dress is appropriate for a formal dinner.
    Δεν νομίζω πως αυτό το φόρεμα είναι κατάλληλο για επίσημο δείπνο.
    His behavior is always formal.
    Η συμπεριφορά του είναι πάντα τυπική.
    He is very formal with his subordinates and doesn’t create personal relationships.
    Είναι πολύ τυπικός με τους υφισταμένους του και δε δημιουργεί προσωπικές σχέσεις.
     συνώνυμα: official
  2. τυπικός, για εκπαίδευση ή κατάρτιση που λαμβάνεται σε σχολείο, κολέγιο ή πανεπιστήμιο, με μαθήματα, εξετάσεις κτλ., αντί να αποκτάται μόνο μέσω πρακτικής εμπειρίας
    He has a lot of knowledge, but lacks the formal qualifications.
    Έχει πολλές γνώσεις, του λείπουν όμως τα τυπικά προσόντα.
  3. κανονικός, συμμετρικός
  4. μορφολογικός

Αντώνυμα

Παράγωγα

Πολυλεκτικοί όροι

  • (επίσημοι ή τυπικοί όροι στη γλώσσα) Κατηγορία:Επίσημοι όροι (αγγλικά) στο Βικιλεξικό

Πηγές

  • formal - Oxford Learner's Dictionaries
  • D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 221.



Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Επίθετο

formal (de)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.