επισημοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επισημοποιώ | επισημοποιούσα | θα επισημοποιώ | να επισημοποιώ | επισημοποιώντας | |
| β' ενικ. | επισημοποιείς | επισημοποιούσες | θα επισημοποιείς | να επισημοποιείς | (επισημοποίει) | |
| γ' ενικ. | επισημοποιεί | επισημοποιούσε | θα επισημοποιεί | να επισημοποιεί | ||
| α' πληθ. | επισημοποιούμε | επισημοποιούσαμε | θα επισημοποιούμε | να επισημοποιούμε | ||
| β' πληθ. | επισημοποιείτε | επισημοποιούσατε | θα επισημοποιείτε | να επισημοποιείτε | επισημοποιείτε | |
| γ' πληθ. | επισημοποιούν(ε) | επισημοποιούσαν(ε) | θα επισημοποιούν(ε) | να επισημοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επισημοποίησα | θα επισημοποιήσω | να επισημοποιήσω | επισημοποιήσει | ||
| β' ενικ. | επισημοποίησες | θα επισημοποιήσεις | να επισημοποιήσεις | επισημοποίησε | ||
| γ' ενικ. | επισημοποίησε | θα επισημοποιήσει | να επισημοποιήσει | |||
| α' πληθ. | επισημοποιήσαμε | θα επισημοποιήσουμε | να επισημοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | επισημοποιήσατε | θα επισημοποιήσετε | να επισημοποιήσετε | επισημοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | επισημοποίησαν επισημοποιήσαν(ε) |
θα επισημοποιήσουν(ε) | να επισημοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επισημοποιήσει | είχα επισημοποιήσει | θα έχω επισημοποιήσει | να έχω επισημοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επισημοποιήσει | είχες επισημοποιήσει | θα έχεις επισημοποιήσει | να έχεις επισημοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επισημοποιήσει | είχε επισημοποιήσει | θα έχει επισημοποιήσει | να έχει επισημοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επισημοποιήσει | είχαμε επισημοποιήσει | θα έχουμε επισημοποιήσει | να έχουμε επισημοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επισημοποιήσει | είχατε επισημοποιήσει | θα έχετε επισημοποιήσει | να έχετε επισημοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επισημοποιήσει | είχαν επισημοποιήσει | θα έχουν επισημοποιήσει | να έχουν επισημοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
επισημοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.