ημιεπίσημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημιεπίσημος | η | ημιεπίσημη | το | ημιεπίσημο |
| γενική | του | ημιεπίσημου | της | ημιεπίσημης | του | ημιεπίσημου |
| αιτιατική | τον | ημιεπίσημο | την | ημιεπίσημη | το | ημιεπίσημο |
| κλητική | ημιεπίσημε | ημιεπίσημη | ημιεπίσημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημιεπίσημοι | οι | ημιεπίσημες | τα | ημιεπίσημα |
| γενική | των | ημιεπίσημων | των | ημιεπίσημων | των | ημιεπίσημων |
| αιτιατική | τους | ημιεπίσημους | τις | ημιεπίσημες | τα | ημιεπίσημα |
| κλητική | ημιεπίσημοι | ημιεπίσημες | ημιεπίσημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ημιεπίσημος < ημι- + επίσημος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική semi-officiel
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.