επισημοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επισημοποίηση | οι | επισημοποιήσεις |
| γενική | της | επισημοποίησης* | των | επισημοποιήσεων |
| αιτιατική | την | επισημοποίηση | τις | επισημοποιήσεις |
| κλητική | επισημοποίηση | επισημοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επισημοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επισημοποίηση < επισημοποιώ + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.si.moˈpi.i.si/
Μεταφράσεις
επισημοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.