ανεπίσημα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανεπίσημα < ανεπίσημος + -α
Επίρρημα
ανεπίσημα
- χωρίς επίσημη κάλυψη, χωρίς εξουσιοδότηση, χωρίς επισημότητα, άτυπα, διακριτικά, χωρίς τήρηση πρακτικών
- του έκανε την παρατήρηση ανεπίσημα γιατί αν του έκανε αναφορά στο υπουργείο, ίσως και να απολυόταν αμέσως
- η συζήτηση έγινε ανεπίσημα σε επίπεδο προξένων, χωρίς όμως να κρατηθούν πρακτικά
Μεταφράσεις
ανεπίσημα
Νέα ελληνικά (el)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.