επισημοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισημοποιημένος η επισημοποιημένη το επισημοποιημένο
      γενική του επισημοποιημένου της επισημοποιημένης του επισημοποιημένου
    αιτιατική τον επισημοποιημένο την επισημοποιημένη το επισημοποιημένο
     κλητική επισημοποιημένε επισημοποιημένη επισημοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισημοποιημένοι οι επισημοποιημένες τα επισημοποιημένα
      γενική των επισημοποιημένων των επισημοποιημένων των επισημοποιημένων
    αιτιατική τους επισημοποιημένους τις επισημοποιημένες τα επισημοποιημένα
     κλητική επισημοποιημένοι επισημοποιημένες επισημοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επισημοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επισημοποιώ

Μετοχή

επισημοποιημένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη επισημοποιώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.