ειδικεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ειδικεύω < ειδικ(ός) + -εύω < αρχαία ελληνική εἰδικός < εἶδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spécialiser)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðiˈce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ειδικεύω

Ρήμα

ειδικεύω, αόρ.: ειδίκευσα, παθ.φωνή: ειδικεύομαι, π.αόρ.: ειδικεύτηκα, μτχ.π.π.: ειδικευμένος

  • κάνω κάποιον ειδικό σε έναν τομέα (όπως, επιστημονικό, επαγγελματικό)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ειδικός και είδος

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.