ειδικεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ειδικεύω < ειδικ(ός) + -εύω < αρχαία ελληνική εἰδικός < εἶδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spécialiser)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðiˈce.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐δι‐κεύ‐ω
Ρήμα
ειδικεύω, αόρ.: ειδίκευσα, παθ.φωνή: ειδικεύομαι, π.αόρ.: ειδικεύτηκα, μτχ.π.π.: ειδικευμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ειδικεύω | ειδίκευα | θα ειδικεύω | να ειδικεύω | ειδικεύοντας | |
| β' ενικ. | ειδικεύεις | ειδίκευες | θα ειδικεύεις | να ειδικεύεις | ειδίκευε | |
| γ' ενικ. | ειδικεύει | ειδίκευε | θα ειδικεύει | να ειδικεύει | ||
| α' πληθ. | ειδικεύουμε | ειδικεύαμε | θα ειδικεύουμε | να ειδικεύουμε | ||
| β' πληθ. | ειδικεύετε | ειδικεύατε | θα ειδικεύετε | να ειδικεύετε | ειδικεύετε | |
| γ' πληθ. | ειδικεύουν(ε) | ειδίκευαν ειδικεύαν(ε) |
θα ειδικεύουν(ε) | να ειδικεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ειδίκευσα | θα ειδικεύσω | να ειδικεύσω | ειδικεύσει | ||
| β' ενικ. | ειδίκευσες | θα ειδικεύσεις | να ειδικεύσεις | ειδίκευσε | ||
| γ' ενικ. | ειδίκευσε | θα ειδικεύσει | να ειδικεύσει | |||
| α' πληθ. | ειδικεύσαμε | θα ειδικεύσουμε | να ειδικεύσουμε | |||
| β' πληθ. | ειδικεύσατε | θα ειδικεύσετε | να ειδικεύσετε | ειδικεύστε | ||
| γ' πληθ. | ειδίκευσαν ειδικεύσαν(ε) |
θα ειδικεύσουν(ε) | να ειδικεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ειδικεύσει | είχα ειδικεύσει | θα έχω ειδικεύσει | να έχω ειδικεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ειδικεύσει | είχες ειδικεύσει | θα έχεις ειδικεύσει | να έχεις ειδικεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ειδικεύσει | είχε ειδικεύσει | θα έχει ειδικεύσει | να έχει ειδικεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ειδικεύσει | είχαμε ειδικεύσει | θα έχουμε ειδικεύσει | να έχουμε ειδικεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ειδικεύσει | είχατε ειδικεύσει | θα έχετε ειδικεύσει | να έχετε ειδικεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ειδικεύσει | είχαν ειδικεύσει | θα έχουν ειδικεύσει | να έχουν ειδικεύσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ειδικεύομαι | ειδικευόμουν(α) | θα ειδικεύομαι | να ειδικεύομαι | ||
| β' ενικ. | ειδικεύεσαι | ειδικευόσουν(α) | θα ειδικεύεσαι | να ειδικεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | ειδικεύεται | ειδικευόταν(ε) | θα ειδικεύεται | να ειδικεύεται | ||
| α' πληθ. | ειδικευόμαστε | ειδικευόμαστε ειδικευόμασταν |
θα ειδικευόμαστε | να ειδικευόμαστε | ||
| β' πληθ. | ειδικεύεστε | ειδικευόσαστε ειδικευόσασταν |
θα ειδικεύεστε | να ειδικεύεστε | (ειδικεύεστε) | |
| γ' πληθ. | ειδικεύονται | ειδικεύονταν ειδικευόντουσαν |
θα ειδικεύονται | να ειδικεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ειδικεύτηκα | θα ειδικευτώ | να ειδικευτώ | ειδικευτεί | ||
| β' ενικ. | ειδικεύτηκες | θα ειδικευτείς | να ειδικευτείς | ειδικεύσου | ||
| γ' ενικ. | ειδικεύτηκε | θα ειδικευτεί | να ειδικευτεί | |||
| α' πληθ. | ειδικευτήκαμε | θα ειδικευτούμε | να ειδικευτούμε | |||
| β' πληθ. | ειδικευτήκατε | θα ειδικευτείτε | να ειδικευτείτε | ειδικευτείτε | ||
| γ' πληθ. | ειδικεύτηκαν ειδικευτήκαν(ε) |
θα ειδικευτούν(ε) | να ειδικευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ειδικευτεί | είχα ειδικευτεί | θα έχω ειδικευτεί | να έχω ειδικευτεί | ειδικευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ειδικευτεί | είχες ειδικευτεί | θα έχεις ειδικευτεί | να έχεις ειδικευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ειδικευτεί | είχε ειδικευτεί | θα έχει ειδικευτεί | να έχει ειδικευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ειδικευτεί | είχαμε ειδικευτεί | θα έχουμε ειδικευτεί | να έχουμε ειδικευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ειδικευτεί | είχατε ειδικευτεί | θα έχετε ειδικευτεί | να έχετε ειδικευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ειδικευτεί | είχαν ειδικευτεί | θα έχουν ειδικευτεί | να έχουν ειδικευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ειδικευμένος - είμαστε, είστε, είναι ειδικευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ειδικευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ειδικευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ειδικευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ειδικευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ειδικευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ειδικευμένοι | |||||
Αναφορές
- ειδικεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.