εἶδος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ εἶδος τὰ εἴδη - εἴδε
      γενική τοῦ εἴδους - εἴδεος τῶν εἰδῶν - εἰδέων
      δοτική τῷ εἴδει - εἴδεῐ̈ τοῖς εἴδεσ(ν)
    αιτιατική τὸ εἶδος τὰ εἴδη - εἴδεα
     κλητική ! εἶδος εἴδη - εἴδεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἴδει - εἴδεε
γεν-δοτ τοῖν  εἰδοῖν - εἰδέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εἶδος < θέμα Ϝειδ- (δείτε και οἶδα < Ϝοιδ-) < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wéydos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω)

Ουσιαστικό

εἶδος ουδέτερο

  1. μορφή
  2. ομορφιά
  3. είδος (υποδιαίρεση του γένους)
  4. (στον πληθυντικό) εἴδη: οι πλατωνικές ιδέες

Συνώνυμα

  • εἰδή

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.