ανειδίκευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανειδίκευτος | η | ανειδίκευτη | το | ανειδίκευτο |
| γενική | του | ανειδίκευτου | της | ανειδίκευτης | του | ανειδίκευτου |
| αιτιατική | τον | ανειδίκευτο | την | ανειδίκευτη | το | ανειδίκευτο |
| κλητική | ανειδίκευτε | ανειδίκευτη | ανειδίκευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανειδίκευτοι | οι | ανειδίκευτες | τα | ανειδίκευτα |
| γενική | των | ανειδίκευτων | των | ανειδίκευτων | των | ανειδίκευτων |
| αιτιατική | τους | ανειδίκευτους | τις | ανειδίκευτες | τα | ανειδίκευτα |
| κλητική | ανειδίκευτοι | ανειδίκευτες | ανειδίκευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανειδίκευτος < α στερητικό και ειδικεύομαι
Επίθετο
ανειδίκευτος
- που δεν έχει κάποια ειδικότητα, δεν διαθέτει εξειδίκευση, που συνήθως ασχολείται με χειρωνακτικές εργασίες χαμηλής αμοιβής
- το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη
Μεταφράσεις
ανειδίκευτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.