πως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πως < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πως

Επίρρημα

πως

  • (λόγιο) κάπως

Εκφράσεις

  • άλλως πως: κάπως αλλιώς, διαφορετικά
  • ούτω πως: κάπως έτσι, περίπου κατ᾿ αυτόν τον τρόπο
  • περιέργως πως: κάπως περίεργα, κατ᾿ ανεξήγητο τρόπο

Σύνδεσμος

πως

  • (ειδικός σύνδεσμος) ότι
    Επιμένει πως δε συμβαίνει τίποτα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.