επαΐων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επαΐων & επαΐοντας |
η | επαΐουσα | το | επαΐον |
| γενική | του | επαΐοντος & επαΐοντα |
της | επαΐουσας & επαϊούσης* |
του | επαΐοντος |
| αιτιατική | τον | επαΐοντα | την | επαΐουσα | το | επαΐον |
| κλητική | επαΐων & επαΐοντα |
επαΐουσα | επαΐον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επαΐοντες | οι | επαΐουσες | τα | επαΐοντα |
| γενική | των | επαϊόντων | των | επαϊουσών | των | επαϊόντων |
| αιτιατική | τους | επαΐοντες | τις | επαΐουσες | τα | επαΐοντα |
| κλητική | επαΐοντες | επαΐουσες | επαΐοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επαΐων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαΐων
Πηγές
- επαΐων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.