ειδικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ειδικά < επίθετο ειδικός
Επίρρημα
ειδικά και ειδικώς
- κάνοντας αναφορά σε μια ειδική (ιδιαίτερη) πλευρά ενός γενικότερου θέματος
Μεταφράσεις
ειδικά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.