εξειδικευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξειδικευμένος η εξειδικευμένη το εξειδικευμένο
      γενική του εξειδικευμένου της εξειδικευμένης του εξειδικευμένου
    αιτιατική τον εξειδικευμένο την εξειδικευμένη το εξειδικευμένο
     κλητική εξειδικευμένε εξειδικευμένη εξειδικευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξειδικευμένοι οι εξειδικευμένες τα εξειδικευμένα
      γενική των εξειδικευμένων των εξειδικευμένων των εξειδικευμένων
    αιτιατική τους εξειδικευμένους τις εξειδικευμένες τα εξειδικευμένα
     κλητική εξειδικευμένοι εξειδικευμένες εξειδικευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξειδικευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξειδικεύομαι

Μετοχή

εξειδικευμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.