γνώστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γνώστης | οι | γνώστες |
| γενική | του | γνώστη | των | γνωστών |
| αιτιατική | τον | γνώστη | τους | γνώστες |
| κλητική | γνώστη | γνώστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γνώστης < (ελληνιστική κοινή) γνώστης < αρχαία ελληνική γιγνώσκω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣno.stis/
Ουσιαστικό
γνώστης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: γνώστρια)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γνωρίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.