εξειδίκευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξειδίκευση | οι | εξειδικεύσεις |
| γενική | της | εξειδίκευσης* | των | εξειδικεύσεων |
| αιτιατική | την | εξειδίκευση | τις | εξειδικεύσεις |
| κλητική | εξειδίκευση | εξειδικεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξειδικεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξειδίκευση < εξειδικεύ(ω) + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksiˈði.cef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξει‐δί‐κευ‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ει‐δί‐κευ‐ση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εξειδίκευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.