διαλυτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαλυτός | η | διαλυτή | το | διαλυτό |
| γενική | του | διαλυτού | της | διαλυτής | του | διαλυτού |
| αιτιατική | τον | διαλυτό | τη | διαλυτή | το | διαλυτό |
| κλητική | διαλυτέ | διαλυτή | διαλυτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαλυτοί | οι | διαλυτές | τα | διαλυτά |
| γενική | των | διαλυτών | των | διαλυτών | των | διαλυτών |
| αιτιατική | τους | διαλυτούς | τις | διαλυτές | τα | διαλυτά |
| κλητική | διαλυτοί | διαλυτές | διαλυτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαλυτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλυτός (που μπορεί να διασπαστεί), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική soluble, dissoluble.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε διαλύ(ω) + -τός (ρηματικό επίθετο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.liˈtos/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐λυ‐τός
Επίθετο
διαλυτός, -ή, -ό
Σύνθετα
παράγωγα ή σύνθετα με δεύτερο συνθετικό διαλυτός
- αδιάλυτος
- αεροδιαλυτός, αεροδιάλυτος
- αξεδιάλυτος
- δυσδιάλυτος
- δυσκολοξεδιάλυτος
- εντεροδιαλυτός
- ευδιάλυτος
- ευκολοξεδιάλυτος
- λιποδιαλυτός
- ξεδιάλυτος
- υδατοδιαλυτός
- υδροδιαλυτός
- λήγουν σε -διαλυτός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά
- αδιάλυτος
- αξεδιάλυτος
- διαλυμένος, διαλελυμένος
- διαλυτικός
- διαλυτότητα
→ και δείτε τη λέξη διαλύω
Μεταφράσεις
Αναφορές
- διαλυτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | διαλυτός | τὸ | διαλυτόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | διαλυτοῦ | τοῦ | διαλυτοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | διαλυτῷ | τῷ | διαλυτῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | διαλυτόν | τὸ | διαλυτόν | ||
| κλητική ὦ! | διαλυτέ | διαλυτόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | διαλυτοί | τὰ | διαλυτᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | διαλυτῶν | τῶν | διαλυτῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | διαλυτοῖς | τοῖς | διαλυτοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | διαλυτούς | τὰ | διαλυτᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | διαλυτοί | διαλυτᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαλυτώ | τὼ | διαλυτώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαλυτοῖν | τοῖν | διαλυτοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
διαλυτός, -ή, -όν
- που μπορεί να διασπαστεί
- ≠ αντώνυμα: ἀδιάλυτος
- άλλες μορφές: διάλυτος και με άλλη σημασία
Συγγενικά
με διαλυτ-
- ἀδιάλυτος
- αὐτοδιάλυτος
- διαλυτέον
- διαλυτέος
- διαλυτής
- διαλύτης
- διαλυτικός
- διαλυτικῶς
- δυσδιάλυτος
- εὐδιάλυτος
Πηγές
- διαλυτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαλυτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.