δυσδιάλυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσδιάλυτος η δυσδιάλυτη το δυσδιάλυτο
      γενική του δυσδιάλυτου της δυσδιάλυτης του δυσδιάλυτου
    αιτιατική τον δυσδιάλυτο τη δυσδιάλυτη το δυσδιάλυτο
     κλητική δυσδιάλυτε δυσδιάλυτη δυσδιάλυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσδιάλυτοι οι δυσδιάλυτες τα δυσδιάλυτα
      γενική των δυσδιάλυτων των δυσδιάλυτων των δυσδιάλυτων
    αιτιατική τους δυσδιάλυτους τις δυσδιάλυτες τα δυσδιάλυτα
     κλητική δυσδιάλυτοι δυσδιάλυτες δυσδιάλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσδιάλυτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσδιάλυτος < δυσ- + διαλυτός

Προφορά

ΔΦΑ : /ðizˈði̯a.li.tos/
παλιότερος συλλαβισμός: δυσδιάλυτος

Επίθετο

δυσδιάλυτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές




Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσδιάλυτος τὸ δυσδιάλυτον
      γενική τοῦ/τῆς δυσδιαλύτου τοῦ δυσδιαλύτου
      δοτική τῷ/τῇ δυσδιαλύτ τῷ δυσδιαλύτ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσδιάλυτον τὸ δυσδιάλυτον
     κλητική ! δυσδιάλυτε δυσδιάλυτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσδιάλυτοι τὰ δυσδιάλυτ
      γενική τῶν δυσδιαλύτων τῶν δυσδιαλύτων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσδιαλύτοις τοῖς δυσδιαλύτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσδιαλύτους τὰ δυσδιάλυτ
     κλητική ! δυσδιάλυτοι δυσδιάλυτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσδιαλύτω τὼ δυσδιαλύτω
      γεν-δοτ τοῖν δυσδιαλύτοιν τοῖν δυσδιαλύτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσδιάλυτος < δυσ- + διαλυτός


ζητούμενο λήμμα


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.