δυσδιάλυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσδιάλυτος | η | δυσδιάλυτη | το | δυσδιάλυτο |
| γενική | του | δυσδιάλυτου | της | δυσδιάλυτης | του | δυσδιάλυτου |
| αιτιατική | τον | δυσδιάλυτο | τη | δυσδιάλυτη | το | δυσδιάλυτο |
| κλητική | δυσδιάλυτε | δυσδιάλυτη | δυσδιάλυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσδιάλυτοι | οι | δυσδιάλυτες | τα | δυσδιάλυτα |
| γενική | των | δυσδιάλυτων | των | δυσδιάλυτων | των | δυσδιάλυτων |
| αιτιατική | τους | δυσδιάλυτους | τις | δυσδιάλυτες | τα | δυσδιάλυτα |
| κλητική | δυσδιάλυτοι | δυσδιάλυτες | δυσδιάλυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσδιάλυτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσδιάλυτος < δυσ- + διαλυτός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðizˈði̯a.li.tos/
- παλιότερος συλλαβισμός : δυσ‐δι‐ά‐λυ‐τος
Επίθετο
δυσδιάλυτος, -η, -ο
- που δύσκολα διαλύεται σε ένα υγρό
- ↪ Το ανθρακικό ασβέστιο είναι δυσδιάλυτο στο νερό.
- ≠ αντώνυμα: ευδιάλυτος
Μεταφράσεις
δυσδιάλυτος
|
|
Πηγές
- δυσδιάλυτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δυσδιάλυτος | τὸ | δυσδιάλυτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δυσδιαλύτου | τοῦ | δυσδιαλύτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δυσδιαλύτῳ | τῷ | δυσδιαλύτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δυσδιάλυτον | τὸ | δυσδιάλυτον | ||
| κλητική ὦ! | δυσδιάλυτε | δυσδιάλυτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δυσδιάλυτοι | τὰ | δυσδιάλυτᾰ | ||
| γενική | τῶν | δυσδιαλύτων | τῶν | δυσδιαλύτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δυσδιαλύτοις | τοῖς | δυσδιαλύτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δυσδιαλύτους | τὰ | δυσδιάλυτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δυσδιάλυτοι | δυσδιάλυτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσδιαλύτω | τὼ | δυσδιαλύτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δυσδιαλύτοιν | τοῖν | δυσδιαλύτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- δυσδιάλυτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσδιάλυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.