διαλυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαλυτικός | η | διαλυτική | το | διαλυτικό |
| γενική | του | διαλυτικού | της | διαλυτικής | του | διαλυτικού |
| αιτιατική | τον | διαλυτικό | τη | διαλυτική | το | διαλυτικό |
| κλητική | διαλυτικέ | διαλυτική | διαλυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαλυτικοί | οι | διαλυτικές | τα | διαλυτικά |
| γενική | των | διαλυτικών | των | διαλυτικών | των | διαλυτικών |
| αιτιατική | τους | διαλυτικούς | τις | διαλυτικές | τα | διαλυτικά |
| κλητική | διαλυτικοί | διαλυτικές | διαλυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαλυτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλυτικός
- για τη διάλυση στη χημεία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dissolvant, dissolutif [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.li.tiˈkos/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐λυ‐τι‐κός
Επίθετο
διαλυτικός, -ή, -ό (χωρίς παραθετικά)
- ο σχετικός με τη διάλυση
- (χημεία) που έχει την ιδιότητα να διαλύει ένα στερεό ή να αραιώνει ένα διάλυμα
- ↪ Πρέπει να προσθέσεις στο μείγμα λίγο διαλυτικό υγρό.
- που επιφέρει τη νομική διάλυση, πχ μιας εταιρείας
- που έχει ως αποτέλεσμα να διασπά τη συνοχή μιας ομάδας, την ομαλή λειτουργία ενός συνόλου
- ↪ διαλυτική παρέμβαση
- (χημεία) που έχει την ιδιότητα να διαλύει ένα στερεό ή να αραιώνει ένα διάλυμα
Μεταφράσεις
διαλυτικός
|
Αναφορές
- διαλυτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | διαλυτικός | ἡ | διαλυτική | τὸ | διαλυτικόν |
| γενική | τοῦ | διαλυτικοῦ | τῆς | διαλυτικῆς | τοῦ | διαλυτικοῦ |
| δοτική | τῷ | διαλυτικῷ | τῇ | διαλυτικῇ | τῷ | διαλυτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | διαλυτικόν | τὴν | διαλυτικήν | τὸ | διαλυτικόν |
| κλητική ὦ! | διαλυτικέ | διαλυτική | διαλυτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | διαλυτικοί | αἱ | διαλυτικαί | τὰ | διαλυτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | διαλυτικῶν | τῶν | διαλυτικῶν | τῶν | διαλυτικῶν |
| δοτική | τοῖς | διαλυτικοῖς | ταῖς | διαλυτικαῖς | τοῖς | διαλυτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | διαλυτικούς | τὰς | διαλυτικᾱ́ς | τὰ | διαλυτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | διαλυτικοί | διαλυτικαί | διαλυτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαλυτικώ | τὼ | διαλυτικᾱ́ | τὼ | διαλυτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | διαλυτικοῖν | τοῖν | διαλυτικαῖν | τοῖν | διαλυτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαλυτικός < διαλύτ(ης) + -ικός [1]
Παράγωγα
- ῶς (επίρρημα)
Αναφορές
- s.v. διαλύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- διαλυτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.