διαλυμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλυμένος η διαλυμένη το διαλυμένο
      γενική του διαλυμένου της διαλυμένης του διαλυμένου
    αιτιατική τον διαλυμένο τη διαλυμένη το διαλυμένο
     κλητική διαλυμένε διαλυμένη διαλυμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλυμένοι οι διαλυμένες τα διαλυμένα
      γενική των διαλυμένων των διαλυμένων των διαλυμένων
    αιτιατική τους διαλυμένους τις διαλυμένες τα διαλυμένα
     κλητική διαλυμένοι διαλυμένες διαλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.liˈme.nos/ & /ðʝa.liˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαλυμένος

Μετοχή

διαλυμένος, -η, -ο

  • διαλελυμένος (λόγιο, και στη μεταφορική σημασία)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.