ευδιάλυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευδιάλυτος η ευδιάλυτη το ευδιάλυτο
      γενική του ευδιάλυτου της ευδιάλυτης του ευδιάλυτου
    αιτιατική τον ευδιάλυτο την ευδιάλυτη το ευδιάλυτο
     κλητική ευδιάλυτε ευδιάλυτη ευδιάλυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευδιάλυτοι οι ευδιάλυτες τα ευδιάλυτα
      γενική των ευδιάλυτων των ευδιάλυτων των ευδιάλυτων
    αιτιατική τους ευδιάλυτους τις ευδιάλυτες τα ευδιάλυτα
     κλητική ευδιάλυτοι ευδιάλυτες ευδιάλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευδιάλυτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐδιάλυτος < εὖ + διαλύω < διά δια- + λύω + -τος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lewH-. Μορφολογικά, ευ- + διαλυτός

Προφορά

ΔΦΑ : /evˈði̯a.li.tos/ & /evˈðʝa.li.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευδιάλυτος

Επίθετο

ευδιάλυτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.