αξεδιάλυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξεδιάλυτος η αξεδιάλυτη το αξεδιάλυτο
      γενική του αξεδιάλυτου της αξεδιάλυτης του αξεδιάλυτου
    αιτιατική τον αξεδιάλυτο την αξεδιάλυτη το αξεδιάλυτο
     κλητική αξεδιάλυτε αξεδιάλυτη αξεδιάλυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξεδιάλυτοι οι αξεδιάλυτες τα αξεδιάλυτα
      γενική των αξεδιάλυτων των αξεδιάλυτων των αξεδιάλυτων
    αιτιατική τους αξεδιάλυτους τις αξεδιάλυτες τα αξεδιάλυτα
     κλητική αξεδιάλυτοι αξεδιάλυτες αξεδιάλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αξεδιάλυτος < α- + ξεδιαλύ(νω) + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kseˈðʝa.li.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αξεδιάλυτος

Επίθετο

αξεδιάλυτος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.