αδιάλυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιάλυτος | η | αδιάλυτη | το | αδιάλυτο |
| γενική | του | αδιάλυτου | της | αδιάλυτης | του | αδιάλυτου |
| αιτιατική | τον | αδιάλυτο | την | αδιάλυτη | το | αδιάλυτο |
| κλητική | αδιάλυτε | αδιάλυτη | αδιάλυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιάλυτοι | οι | αδιάλυτες | τα | αδιάλυτα |
| γενική | των | αδιάλυτων | των | αδιάλυτων | των | αδιάλυτων |
| αιτιατική | τους | αδιάλυτους | τις | αδιάλυτες | τα | αδιάλυτα |
| κλητική | αδιάλυτοι | αδιάλυτες | αδιάλυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αδιάλυτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να διαλυθεί μέσα σε ένα άλλο, κυρίως υγρό, σώμα
- το λάδι παραμένει αδιάλυτο μέσα στο νερό
- που δεν έχει διαλυθεί, που δεν έχει υποστεί διάλυση
- (μεταφορικά) ο ανεξιχνίαστος, ο αδιαπέραστος, ο πυκνός
- αδιάλυτο μυστήριο / σκοτάδι
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αδιάλυτα
- αδιαλυτότητα
Μεταφράσεις
αδιάλυτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.