διασπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διασπώ < αρχαία ελληνική διασπάω / διασπῶ < διά + σπάω / σπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sp(h)ei- (τραβώ)
Συγγενικά
- αδιάσπαστα
- αδιάσπαστος
- βιοδιασπώ
- διάσπαση
- διασπασμένος
- διασπαστής
- διασπαστικά
- διασπαστικός
- διασπάστρια
- πολυδιάσπαση
- πολυδιασπώ
- πυροδιάσπαση
- → δείτε τις λέξεις διά και σπάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διασπάω - διασπώ | διασπούσα - διάσπαγα | θα διασπάω - διασπώ | να διασπάω - διασπώ | διασπώντας | |
| β' ενικ. | διασπάς | διασπούσες - διάσπαγες | θα διασπάς | να διασπάς | διάσπα - διάσπαγε | |
| γ' ενικ. | διασπάει - διασπά | διασπούσε - διάσπαγε | θα διασπάει - διασπά | να διασπάει - διασπά | ||
| α' πληθ. | διασπάμε - διασπούμε | διασπούσαμε - διασπάγαμε | θα διασπάμε - διασπούμε | να διασπάμε - διασπούμε | ||
| β' πληθ. | διασπάτε | διασπούσατε - διασπάγατε | θα διασπάτε | να διασπάτε | διασπάτε | |
| γ' πληθ. | διασπάν(ε) - διασπούν(ε) | διασπούσαν(ε) - διάσπαγαν - διασπάγανε | θα διασπάν(ε) - διασπούν(ε) | να διασπάν(ε) - διασπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διάσπασα | θα διασπάσω | να διασπάσω | διασπάσει | ||
| β' ενικ. | διάσπασες | θα διασπάσεις | να διασπάσεις | διάσπα - διάσπασε | ||
| γ' ενικ. | διάσπασε | θα διασπάσει | να διασπάσει | |||
| α' πληθ. | διασπάσαμε | θα διασπάσουμε | να διασπάσουμε | |||
| β' πληθ. | διασπάσατε | θα διασπάσετε | να διασπάσετε | διασπάστε | ||
| γ' πληθ. | διάσπασαν διασπάσαν(ε) |
θα διασπάσουν(ε) | να διασπάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διασπάσει | είχα διασπάσει | θα έχω διασπάσει | να έχω διασπάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διασπάσει | είχες διασπάσει | θα έχεις διασπάσει | να έχεις διασπάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διασπάσει | είχε διασπάσει | θα έχει διασπάσει | να έχει διασπάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διασπάσει | είχαμε διασπάσει | θα έχουμε διασπάσει | να έχουμε διασπάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διασπάσει | είχατε διασπάσει | θα έχετε διασπάσει | να έχετε διασπάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διασπάσει | είχαν διασπάσει | θα έχουν διασπάσει | να έχουν διασπάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.