διαλυτής

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.liˈtis/
παλιότερος συλλαβισμός: διαλυτής
τονικό παρώνυμο: διαλύτης

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διαλυτής



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

διαλυτής <

Ουσιαστικό

διαλυτής αρσενικό

Αναφορές

  1. σελ. 96 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
διαλῠτα-
ονομαστική διαλυτης οἱ διαλυται
      γενική τοῦ διαλυτου τῶν διαλυτῶν
      δοτική τῷ διαλυτ τοῖς διαλυταις
    αιτιατική τὸν διαλυτην τοὺς διαλυτᾱς
     κλητική ! διαλύτη διαλυται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαλυτ
γεν-δοτ τοῖν  διαλυταιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


ζητούμενο λήμμα


Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη διαλύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.